ἀποπήγνυμι
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
A make to freeze, freeze, τἀντικνήμια Ar.Ra.126:— Pass., of men, to be frozen, in fut. -πᾰγήσομαι X.Mem.4.3.8. 2 of blood, congeal, Hp.Morb.Sacr.9:—Pass., X.An.5.8.15.
German (Pape)
[Seite 319] (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποπήξω, Pass. fut.2 ἀποπαγήσομαι;
faire geler ; Pass. geler.
Étymologie: ἀπό, πήγνυμι.