ἀρίθμησις
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
εως, ἡ,
A counting, reckoning up, Hdt.2.143, Str.9.5.3, POxy.1258.7 (i A. D.), Plot.4.4.11; counting out, payment of money, IPE12.32B35 (Olbia). 2 account, BGU328i24 (ii A. D.), etc. II = ἀριθμητική, ἡ, Hp.Ep.22.
German (Pape)
[Seite 351] ἡ, das Zählen, Aufzählen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίθμησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, Ἡρόδ. 2. 143· «μέτρημα», πληρωμή, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 36. ΙΙ. = ἀριθμητική, ἡ, Ἱππ. Ἐπιστ. 934 Lind.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de compter, compte.
Étymologie: ἀριθμέω.