αὐτοπραγία
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ἡ,
A free, independent action, Pl.Def.411e, Chrysipp.Stoic.3.176, Ph.2.51, Procl. in Prm.p.664S.; ἐξουσία αὐτοπραγίας Stoic.3.86.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπρᾱγία: ἡ, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος ἐνέργεια, Πλάτ. Ὅροι 411E, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1043B· ἐξουσία αὐτοπραγίας ἡ ἠθικὴ ἐλευθερία τῶν Στωϊκῶν (potestas vivendi at velis, Κικ. Parad. 5. 1), Διογ. Λ. 7. 121.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
liberté ou habitude d’agir à sa guise, indépendance.
Étymologie: αὐτός, πράσσω.