βίβλος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, Bast der Papyrusstaude, s. βύβλος; daraus gemachtes Papier; Buch, Aesch. Suppl. 946; Her. 5, 58; Plat. Theaet. 162 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βίβλος: ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου (βύβλος)· καθόλου, φλοιός, Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. βιβλίον τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ ἐννέα βιβλία ἤτοι διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. βύβλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 écorce intérieure ou moelle du papyrus ; écorce en gén.
2 écrit, livre.
Étymologie: cf. βύβλος.