ἐατέος
English (LSJ)
α, ον, (ἐάω)
A to be suffered, E.Ph.1210: c. inf., ἐατέος ἐστὶ φεύγειν Hdt.8.108, cf. Pl.R.401b. 2 ἐατέον one must suffer, E.HF 173, etc. II to be let alone or given up, ἐ. ὁ πλοῦτος Id.Hel.905, cf. Ph.1.564. 2 τὴν πόλιν ἐατέον τῆς κατοικίσεως we must let it alone as to foundation, Pl.Lg.969c; one must dismiss from one's mind, Id.Grg.512e; one must omit, Str.2.5.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐᾱτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐάω, ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐπιτρέψῃ τις, Εὐρ. Φοίν. 1210· μετ’ ἀπαρεμφ., ἐατέος ἐστὶ φεύγειν Ἡρόδ. 8. 109. 2) ἐατέον, ἐπιτρεπτέον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 173, Πλάτ. Γοργ. 512Ε. ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ ἀφήσῃ ἢ ἐγκαταλίπῃ τις, Εὐρ. Ἑλ. 905 (ἐν ἀμφιβ. στίχῳ). 2) ἐατέον τὴν πόλιν τῆς κατοικίσεως, πρέπει νὰ τὴν ἀφήσωμεν εἰς ἑαυτὴν ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς κατοικίσεως, Πλάτ. Νόμ. 969C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut permettre : ἐατέος φεύγειν HDT qu’il faut laisser fuir ; ἐατέον, il faut laisser ou permettre.
Étymologie: adj. verb. de ἐάω.