ἕστηκα
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Full diacritics: ἕστηκα | Medium diacritics: ἕστηκα | Low diacritics: έστηκα | Capitals: ΕΣΤΗΚΑ |
Transliteration A: héstēka | Transliteration B: hestēka | Transliteration C: estika | Beta Code: e(/sthka |
ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς,
A v. ἵστημι.
ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.
pf. de ἵστημι.