πεντεκαιδέκατος
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
η, ον,
A fifteenth, Arist. Pr.941b14, D.S.12.81, Ev.Luc. 3.1 ; π. τόκοι Supp.Epigr.4.664.17 (Ilium, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 558] der funfzehnte, Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος πέμπτος, Διόδ. 12. 81, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
quinzième.
Étymologie: πεντεκαίδεκα.