περικαλίνδησις
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rolling about, Plu.2.919a (pl.).
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.
Greek (Liddell-Scott)
περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.