ἐνακμάζω
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
A = εἶναι ἐν ἀκμῇ, τὰ ἐνακμάζοντα ἄνθη Ael.VH3.1; of fire, rage, Id.NA2.8; of cold, ib.16.26: metaph., τῆς ἐπιθυμίας -ούσης αὐτῷ Chor.in Hermes 17.216: abs., Agath.5.18. II flourish in, πάθος ἐ. τῇ Ἑλλάδι Max.Tyr.25.1; βασιλείοις ὅροις Him.Or.7.16; ταῖς Ἑλληνικαῖς Procop.Gaz.Pan.501.5.
German (Pape)
[Seite 825] in der Blüthe sein, darin blühen, träftig sein, Sp., bes. Ael.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνακμάζω: ἀκμάζω ἐν, τὰ ἐνακμάζοντα ἄνθη, τὰ ἄνθη τὰ ἀκμάζοντα ἐν ἑκάστῃ ὥρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1˙ εἶμαι ἰσχυρὸς ἔν τινι τόπῳ, ἐπὶ τοῦ πυρός, ὁ αὐτ. π. Ζ. 2. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
être dans sa fleur, dans sa force, dans toute sa vigueur.
Étymologie: ἐν, ἀκμάζω.