εὑρετός

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετός Medium diacritics: εὑρετός Low diacritics: ευρετός Capitals: ΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: heuretós Transliteration B: heuretos Transliteration C: evretos Beta Code: eu(reto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A discoverable, Hp.Vict.1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr.843; εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ εὑρίσκω, ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά μανθάνω, τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut trouver ou inventer.
Étymologie: adj. verb. de εὑρίσκω.