ἠπειρῶτις
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
German (Pape)
[Seite 1174] ιδος, ἡ, fem. zu ἠπειρώτης, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
de la terre ferme, du continent : ἠπειρῶτις ξυμμαχία THC alliance continentale.
Étymologie: fém. de ἠπειρώτης.