καταιτιάομαι
From LSJ
English (LSJ)
A accuse, arraign, ἀλλήλους Hdt.6.14; τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Men.618; τινὰ περί τινος D.57.27; τινὰς ἀσεβείας D.C.68.1, cf. J.AJ8.13.3; τινα c. inf., Χρήματα εἰληφέναι D.C.Fr.104.3; τινος X.Cyr.6.1.4(v.l.): abs. in med.sense, accuse one another, Hdt.5.92.γ:—Pass., PTeb.64 (a).84 (ii B.C.). 2 c. acc. rei, lay something to one's charge, impute, ἀμαθίαν Th.3.42; καταιτιώμενος ταῦτα D.21.118. II aor. 1 part. Pass. καταιτιαθείς in pass. sense, accused person, defendant, οἱ κ. Th.6.60, Plb.30.32.11; οἱ ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. Id.3.5.4: c. inf., καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι X.HG1.1.32; so also οἱ κατῃτιαμένοι Plb.32.3.14; κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν D.S.4.31.