θηρόβοτος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον,
A where wild beasts feed, ἐρημοσύνη AP9.4 (Cyllen.), cf. Phalar.Ep. 34.
German (Pape)
[Seite 1210] von wilden Thieren beweidet, ἐρημοσύνη Cyllen. 1 (IX, 4).
Greek (Liddell-Scott)
θηρόβοτος: -ον, ἔνθα τρέφονται ἄγρια ζῷα, ἐρημοσύνη Ἀνθ. Π. 9. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où paissent les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, βόσκω.