ἰσόζυγος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ον, Gramm.,
A of the same number and person, ῥῆμα A.D.Pron.69.8. II gloss on ἀντίζυγα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1264] dasselbe, υἱέα τιμήσουσιν ἰσόζυγον ᾧ γενετῆρι Nonn. par. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόζῠγος: -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, ἴσος καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον ῥῆμα, τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., τύπτω ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = ἰσοβαρής, Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἰσόζυξ.