καθαρτήρ
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= καθαρτής, Man. 4.251; a name given to ὄροβος at Tralles, Plu.2.302b.
German (Pape)
[Seite 1282] ῆρος, ὁ, = καθαρτής; Han. 4, 251; Plut. qu. gr. 46.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρτήρ: ῆρος, ἡ, = καθαρτής, Πλούτ. 2. 302Α, Μανέθων 4. 25.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui purifie, particul. par un sacrifice expiatoire.
Étymologie: καθαίρω.