ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
[Seite 43] τό, = λυγκούριον.
λιγγούριον: ἴδε ἐν λέξ. λυγκούριον.
ου (τό) :ambre fossile.Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.