μελαναυγής
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
ές,
A dark-gleaming, νασμός E.Hec.153 (anap.), cf. Orph.A.513.
German (Pape)
[Seite 119] ές, schwarz scheinend, dunkel, νασμὸς μ., das Blut, Eur. Hec. 152.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰναυγής: -ές, σκοτεινῶς λάμπων, νασμὸς Εὐρ. Ἑκ. 154˙ - ποιητ. θηλ. μελαναυγέτις, ιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 515, ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάννου.