μεσεγγυάω

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεγγῠάω Medium diacritics: μεσεγγυάω Low diacritics: μεσεγγυάω Capitals: ΜΕΣΕΓΓΥΑΩ
Transliteration A: mesengyáō Transliteration B: mesengyaō Transliteration C: meseggyao Beta Code: meseggua/w

English (LSJ)

Act. only in aor. inf.

   A μεσεγγυῆσαι Poll.8.28:—deposit a pledge in the hands of a third party, in Pass., τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα being so deposited, Lys.29.6:—Med., μεσεγγυήσασθαι ἀργύριον have one's money deposited in the hands of a third party, D. 39.3, cf. Antipho 6.50.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγῠάω: ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, Πολυδ. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς ἐγγύησις εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
consigner un gage entre les mains d’un tiers;
Moy. μεσεγγυάομαι-ῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.
Étymologie: μέσος, ἐγγύη.