ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
μουνορύχας: μονορύχης, ὃ ἴδε.
α;adj. m. dor.qui creuse avec une seule pointe (pioche).Étymologie: μόνος, ὀρύσσω.