τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
[Seite 759] giebt aor. u. a. tempp. zu προσέλκω (s. ἑλκύω), προσέλκυσαι σὸν παῖδα, Eur. Hipp. 1432.
seul. au Moy. προσειλκυσάμην;attirer à soi, acc..Étymologie: πρός, ἑλκύω.