προστυγχάνω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστυγχάνω Medium diacritics: προστυγχάνω Low diacritics: προστυγχάνω Capitals: ΠΡΟΣΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: prostynchánō Transliteration B: prostynchanō Transliteration C: prostygchano Beta Code: prostugxa/nw

English (LSJ)

   A obtain one's share of, and generally, obtain, προστυχόντι τῶν ἴσων S.Ph.552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.El.1463: c. dat., meet with, hit upon, Pl.Lg.844b, 893e, Plt.262b, Sph.246b.    2 of events, befall one, κακότας π. τινί Pi.Fr.42.5.    3 = πρόσειμι, φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58.    4 abs., ὁ προστυγχάνων the first person one meets, anybody, Pl.Lg.914b; πᾶς ὁ π. ib. 808e; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν Φρύξ Herod.3.36: so in neut., τὰ προστυχόντα ξένια whatever fare there was, E.Alc.754; ἐρρύφεον τὸ προστυχόν anything that came handy, Hp.Acut.39; but τὸ προστυχόν casualness, Pl.Ti.34c; πράξει τὸ π. ἑκάστοτε will act offhand, Id.Lg.962c; ἐκ τοῦ προστυχόντος offhand, ex tempore, Plu.2.150d, 407b; so κατὰ τὸ π. D.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 784] (s. τυγχάνω), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: ἤδη γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε, was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.

Greek (Liddell-Scott)

προστυγχάνω: λαμβάνω, μερίδιον, ἐκ..., ἐπιτυγχάνω, προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν ἀκτήν, Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, ἐπιτυγχάνω τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. ἑκάστοτε ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· ὡσαύτως ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, αὐτόθι 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. παρατυγχάνω.

French (Bailly abrégé)

f. προστεύξομαι, ao.2 προσέτυχον;
1 s’offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ τοῦ προστυχοῦντος PLUT selon l’occurrence, à l’improviste;
2 obtenir, gén..
Étymologie: πρός, τυγχάνω.