συρφετώδης

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρφετώδης Medium diacritics: συρφετώδης Low diacritics: συρφετώδης Capitals: ΣΥΡΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: syrphetṓdēs Transliteration B: syrphetōdēs Transliteration C: syrfetodis Beta Code: surfetw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A promiscuous, vulgar, σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.Salt.83, etc.; βωμολοχία σ. Plu.2.454e; πράγματα Jul.Or.6.202b.

Greek (Liddell-Scott)

συρφετώδης: -ες, ὁ ὅμοιος πρὸς συρφετόν, ὁμοῦ σεσωρευμένος, ἀνάμικτος, χυδαῖος, συρ. ὄχλος Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. βωμολοχία Πλούτ. 2. 454Ε.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
composé d’un ramassis de populace.
Étymologie: συρφετός, -ωδης.