ὑπερυψόω
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
A exalt exceedingly, τινα Ep.Phil.2.9:—Pass., LXXPs. 36(37).35, 96(97).9.
German (Pape)
[Seite 1203] darüber, übermäßig erhöhen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερυψόω: εἰς ὑπερβολὴν ὑψώνω, ἐξαίρω, τινα Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. β΄, 9, Συνεσ. Ἐπιστ. σ. 205Α, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 725D, κλπ.· ― Παθ., εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου Ἑβδ. (Ψαλμ. Λϛʹ, 35, √ϛʹ 9).