φλιδάω

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῐδάω Medium diacritics: φλιδάω Low diacritics: φλιδάω Capitals: ΦΛΙΔΑΩ
Transliteration A: phlidáō Transliteration B: phlidaō Transliteration C: flidao Beta Code: flida/w

English (LSJ)

   A overflow with moisture, be ready to burst, συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ Nic.Al.557; σηπεδόσι φλιδόωσα Id.Th.363; τοῖς δέρμασι φ. καὶ ῥακοῦσθαι Plu.2.642e.—Hsch. also has φλιδάνει· διαπίπτει, διαρρεῖ,

German (Pape)

[Seite 1292] von Feuchtigkeit überfließen, von Feuchtigkeit, Fett strotzen; φλιδόωντος ἀλοιφῇ Nic. Al. 569; davon weich, locker werden, aufschwellen u. zergehen, zerplatzen, καὶ ῥακοῦσθαι τοῖς δέρμασιν Plut. Symp. 2, 9; in Fäulniß übergehen, sich auflösen, σηπεδόσι φλιδόωσα Nic. Th. 363.

Greek (Liddell-Scott)

φλῐδάω: ὡς τὸ φλυδάω, σφριγῶ ἐκ πλησμονῆς λίπους, ὑγραίνομαι, μυδῶ, σαχλιάζω ἐκ τῆς ὑγρασίας, συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ Νικ. Ἀλεξιφ. 569· σηπεδόσι φλιδόωσα, «ῥηγνυμένη» (Ἡσύχ.), ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 363, πρβλ. Πλούτ. 2. 642Ε· ― παρ’ Ἡσυχ. μνημονεύονται τύποι: «φλιδάνει· διαπίπτει, διαρρεῖ», «φλιδιόωντο· διεσπῶντο, ἐτέμνοντο» ― πρβλ. φλυδάω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être bouffi (de graisse);
2 être gonflé (de pourriture), tomber en moisissure, en pourriture ; p. ext. tomber en loques.
Étymologie: DELG v. φλίω.