δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἐπέσσεται: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐπέσεται, γ΄ ἑν. μέλλ. τοῦ ἔπειμι εἰμί, ὑπάρχω).
3ᵉ sg. fut. épq. de ἔπειμι¹.
see ἔπειμ Od. 9.1.