Ὀλύμπιος

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλύμπιος Medium diacritics: Ὀλύμπιος Low diacritics: Ολύμπιος Capitals: ΟΛΥΜΠΙΟΣ
Transliteration A: Olýmpios Transliteration B: Olympios Transliteration C: Olympios Beta Code: *)olu/mpios

English (LSJ)

ον,

   A Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epith. of the gods above, Il.1.399, 20.47 ; οἱ Ὀ. Men.Sam.187 ; esp. of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc. ; so Ζεὺς πατὴρ Ὀ. S.Tr.275 : in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7 ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀ. Ar.Nu.817 ; Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.3.14 ; ὁ Ὀ. Ζεύς Pl.R.583b ; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.) ; Ὀ. ἀστήρ Opp.H.4.315 ; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.) : applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17 ; also Ὀ. δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de l’Olympe, Olympien ou d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l’Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.

English (Autenrieth)

Olympian, dwelling on Olympus, epith. of the gods and their homes, and as subst.=Zeus, the Olympian.