τηλεφανής
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
ές, Aeol. []ηλεφάνης [ᾰ] prob. in Alc. Oxy.1788 Fr.1.7:—
A far-seen, conspicuous, τύμβος Od.24.83; πῦρ Pi. Fr.129.7, Aret.SD2.13; πέτρα Men.312 (anap.); σκοπιαί Ar.Nu.281 (lyr.). 2 metaph. of hearing, heard plainly from afar, ἀχώ S. Ph.189 (lyr.), cf. τηλωπός 2.
German (Pape)
[Seite 1106] ές, fernher scheinend, von fern gesehen, aus der Ferne sichtbar; τύμβος, Od. 24, 83; πῦρ, Pind. frg. 95; σκοπιαί, Ar. Nubb. 282; übertr. auf andere Sinne, weit vernehmbar, ἀχώ, Soph. Phil. l 89.
Greek (Liddell-Scott)
τηλεφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἢ ὁρώμενος μακρόθεν, περιφανής, τύμβον... ἀκτῇ ἔπι προεχούσῃ... ὥς κεν τηλεφανὴς ἐκ ποντόφιν ἀνδράσιν εἴη Ὀδ. Ω. 83· πυρὶ τηλεφανεῖ Πινδ. Ἀποσπάσ. 95. 7· τηλεφανεῖς σκοπιὰς Ἀριστοφ. Νεφ. 281, πρβλ. τηλαυγὴς ΙΙ. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ σαφῶς μακρόθεν ἀκουόμενος, ἀλλ’ ὁ Jebb ἑρμηνεύει, ἡ Ἠχὼ φαινομένη μακρόθεν (ὡς νύμφη δηλ.), πικραῖς οἰμωγαῖς ὑπακούει, ἀποκρίνεται εἰς τὰς πικρὰς οἰμωγάς, Σοφ. Φιλ. 189, πρβλ. τηλωπὸς 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui apparaît ou qu’on voit de loin;
2 p. anal. qu’on entend de loin, qui fait entendre de loin (des gémissements).
Étymologie: τῆλε, φαίνω.
English (Autenrieth)
ές (φαίνομαι): conspicuous far and wide, Od. 24.83†.