ἄδυτον
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (Autenrieth)
(δύνω, ‘not to be entered’): shrine, ‘holy of holies.’
English (Slater)
ᾰδῠτον (v. l. ἄδυτος.)
1 sacred place, sanctuary ὁ Χρυσοκόμας εὐώδεοσἐξ ἀδύτου εἶπε i. e. the temple of Delphic Apollo (O. 7.32) μαντευμάτων δὲ θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον[ (cf. Σ. (P. 11.5), πυκνῶς δὲ τίθησιν ὁ Πίνδαρος κατὰ τὸ ἀρσενικὸν τὸν ἄδυτον· [πῆ] supp. Wil.: [πες] Galiano: perhaps the oracle of Apollo Ptoios is meant.) Πα. . 3. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ (sc. μεγάλας Ματρός.) fr. 95. 2.