ἀμπολέω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (Slater)
ἀμπολέω
1 go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.
English (Slater)
ἀμπολέω
1 go over met., of repetition ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104), cf. ἀναπολίζω.