Φερσεφόνα
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (Slater)
Φερσεφόνα (-α, -ας, -ᾳ.) daughter of Demeter. αἰτέω σε, φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος (Akragas) (P. 12.2) νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ (Sicily) (N. 1.14) as queen of the underworld,
1 μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (O. 14.21) οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς (Boeckh: Περσεφόνας codd.: i. e. τὸν Ἅιδην Σ.) (I. 8.55) οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. frag., Ἐλευσινόθε Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κε λα]οῖσιν τελευτὰν (supp. et corr. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1. 4 ad ?fr. 346c. test., Paus., 9. 23. 3, Πίνδαρος ὕμνον ᾖσεν εἰς Περσεφόνην v. fr. 37.