διέδην
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Adv., (διΐημι)
A throughout, to the end, Hsch.
German (Pape)
[Seite 617] (διίημι) durchgängig, διὰ τέλους, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
διέδην: ἐπίρρ. (διΐημι) πέρα καὶ πέρα, διὰ τέλους, μέχρι τέλους, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
adv. hasta el fin, completamente Hsch.