διφάσιος
ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, Ion. Adj.,
A of two kinds, γράμματα Hdt.2.36; αἰτίαι Id.3.122, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63. II in pl., = δύο, Hdt.1.18, 2.17, al.
Greek (Liddell-Scott)
διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., διπλάσιος, διπλοῦς, διττός, Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 double;
2 de double nature, de deux sortes.
Étymologie: δίς, φημί.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de dos clases γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida Hdt.6.100, μελίχματα Milet 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.
2 doble τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo), Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.
3 adv. -ίως de dos modos, Gloss.2.279.
• Etimología: Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *bh°Hi̯2-, cf. φημί, como lat. bifariam; menos prob. la rel. c. φαίνομαι.