ἀκανθολόγος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).