ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
[Seite 502] aor. zu γοάω.
γόον: ἴδε ἐν λ. γοάω.
acc. de γόος;ao.2 épq. de γοάω.
see γοάω.
v. γοάω.