διαγγελία
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἡ,
A notification, J.BJ3.8.5.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, Meldung durch einen Boten, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διαγγελία: ἡ, ἡ δι' ἀγγελιαφόρου γνωστοποίησις, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Π. 3. 8, 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
divulgación, notificación εἰ προαποθάνοι τῆς διαγγελίας I.BI 361
•en lit. crist. predicación τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Origenes M.12.84B.