Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
βυτίνη: ἡ, = πυτίνη, λέξις Ταραντίνη, Ἡσύχ. ― Ἴδε καὶ Λεξ. Κουμανούδη ἐν λ. β(υ)τινάριον.
ης (ἡ) := λάγυνος ou ἀμίς chez les Tarentins HSCH.Étymologie: DELG pê emprunt.
v. πυτίνη.