ἀμφιετής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ές, = foreg., Call.Del.278, Orph.Fr.232.
German (Pape)
[Seite 139] ές, dasselbe, Callim. Del. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιετής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλ. εἰς Δῆλ. 278, Ὀρφ.
Spanish (DGE)
-ές
1 de cosas anual ἀπαρχή Call.Del.278, ἑκατόμβας πέμφουσιν πάσῃσι ἐν ὥραις ἀμφιέτῃσιν Orph.Fr.232.
2 de dioses honrado anualmente epít. de Dioniso, Orph.H.53.1.