ἀνδριαντοεργάτης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, ὁ,
A = ἀνδριαντοποιός, Tz. H.10.268.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοεργάτης: -ου, ὁ = ἀνδριαντοποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 10. 268.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ escultor Tz.H.10.261.