διαπόρευσις
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A gloss on διαπορεία, Suid.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, das Durchreisen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόρευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ. ἐν λ. διαπορεία.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
travesíaglos. a διαπορεία Sud., Anecd.Ludw.207.5.