διαρταμέω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
strengthd. for ἀρταμέω,
A cut limb-meal, A.Pr.1023, Anaxandr.6; διαρταμῶντες (as if from -αρταμάω) [σώματα] κατὰ μέλη is cj. in Ph.2.564.
German (Pape)
[Seite 601] ganz zerstückeln, zerreißen; Aesch. Prom. 1020; διηρτάμηκε, Anaxandr. Ath. X, 455 f; sp. D., wie Opp. H. 2, 622.
Greek (Liddell-Scott)
διαρταμέω: ἐπιτεταμ. ἀρταμέω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, διαμελίζω, Αἰσχύλ. Πρ. 1023, Ἀναξανδρ. Αἰσχρ. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper en morceaux ; déchirer.
Étymologie: διά, ἀρταμέω.
Spanish (DGE)
(διαρτᾰμέω)
cortar en pedazos διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος reducirá tu cuerpo a un gran harapo A.Pr.1023, ἀρτίως διηρτάμηκε cortó miembro a miembro Anaxandr.6, ζωὸν δὲ διαρταμέοντες ὀδοῦσι desgarrándolo vivo con sus dientes de los chacales al ciervo, Opp.H.2.622, cf. Hsch.