δρόσιμος
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
ον, = sq., Plu.2.918a.
German (Pape)
[Seite 668] ον, = δροσερός, Plut. Qu. nat. 25.
Greek (Liddell-Scott)
δρόσιμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 918Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. δροσερός.
Spanish (DGE)
-ον
cubierto de rocíode un lugar τὸ δρόσιμον γενόμενον Plu.2.918a.