ἐνεπιδείκνυμαι
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
Med.,
A display in, τὴν εὔνοιαν ἔν τισι Isoc.19.24; σύνεσιν πράγμασι Ph.1.398, cf. Plu.2.90e. II abs., show off, make a display, Ph.2.28, Lib.Decl.16.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἐν, πρᾳότητα... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθαραις Πλούτ. 2. 90Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. Moy.
montrer dans, exposer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἐπιδείκνυμαι.
Spanish (DGE)
1 mostrar, manifestar, hacer gala de c. ac. de abstr. οἷς (πράγμασι) σύνεσιν καὶ εὐβουλίαν ἐνεπιδείξεται Ph.1.398, πραότητα ... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθραις Plu.2.90e, τὴν σοφίαν Eus.Hierocl.26.14.
2 exhibirse Thphr.Char.5.10
•hacerse notar, quedar en evidencia ἵνα μὴ ... ἐνεπιδείκνυσθαι δοκῇ Ph.2.28, cf. Lib.Decl.16.28.