separadamente
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Spanish > Greek
ἀπόκριτος, ἀπάτερθε, ἐκκριδόν, διαλελυμένως, διάληψις, διαστατός, διακριδόν, ἄνδιχα, διαπεφορημένως, διακεκομμένως, διακαθίζω, ἑκάς, ἀσύνθετος, ἀναμέρος, διῃρημένως, διακεχωρισμένως, διεζευγμένως, διαστατικός, διενηνεγμένως, ἀμφίς, διεσταλμένως, διαμεμερισμένως, ἀπεσχοινισμένως, διακριτικός, ἀπόλυτος