διαστατικός
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
διαστατική, διαστατικόν,
A disintegrating, Ti.Locr.100e, Plu.2.952b; τινός Corn.ND 21.
2 causing discord, λόγοι Plu.Pomp.53, cf. Ph.Fr.101 H.
3 Adv. διαστατικῶς = separately, of vowels, διαστατικώτερόν φαμεν τὸ γρηύς A.D.Adv. 150.7; in extension, v.l. for διαστατῶς, Porph.Sent.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de abstr.
1 que disuelve o desune, desintegrador op. συνδετικός: τὸ ἄνισον ... δ. Ph.Fr.p.24W., op. συμπιλητικός: τὸ ... θερμὸν ... δ. τῶν σωμάτων δοκεῖ εἶμεν Ti.Locr.100e, op. κολλητικός: τὸ πῦρ Plu.2.952b, δ. ... καὶ λυμαντικὸς τῶν προσηρμοσμένων Corn.ND 21.
2 fig. que promueve la discordia ἔρωτας ... διαστατικοὺς τῶν συνόντων Phld.Mus.4.16.16, λόγοι Plu.Pomp.53.
3 mús. disyuntivo, separativo op. συναπτικός ‘conectivo’ συνεργία Nicom.Exc.282
•en harmónica, op. συνακτικός, que divide, que tiene la cualidad de dividir o separar c. gen. τοῦ ἤθους Ptol.Harm.29.2.
II de pers. que pronuncia clara y separadamente ἦν ... ἐν τῇ λαλιᾷ δ. τῶν ὀνομάτων en la conversación distinguía con precisión los términos D.L.4.33
•neutr. como adv. separadamente de la pronunciación διαστατικώτερόν φαμεν τὸ ‘γρηΰς’ A.D.Adu.150.6.
III adv. διαστατικῶς = separadamente Simp.in Ph.147.27.
German (Pape)
[Seite 603] ή, όν, 1) trennend, Tim. Locr. 100 e. – 2) aufrührerisch, Uneinigkeit hervorrufend, λόγοι Plut. Pomp. 53. – 3) ἐν τῇ λαλιᾷ δ. ἦν τῶν όνομάτων, er sprach die Namen deutlich unterscheidend aus, D. L. 4, 33. – Adv., getrennt, B. A. 560.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à dissoudre, à séparer;
2 fig. propre à désunir, qui amène la discorde.
Étymologie: διάστατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαστατικός -ή -όν [διίστημι] oproer veroorzakend.
Russian (Dvoretsky)
διαστᾰτικός:
1 разъединяющий, разделяющий (τὸ πῦρ διαστατικόν ἐστι καὶ διαιρετικόν Plut.);
2 вызывающий разлад, сеющий смуту (λόγοι Plut.);
3 раздельно произносящий, отчеканивающий (τῶν ὀνομάτων Diog. L.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
φρ. «διαστατική ανάλυση» — η εφαρμογή τών εξισώσεων στις διαστάσεις τών φυσικών μεγεθών και μονάδων για να εξαχθεί η αλγεβρική τους μορφή
αρχ.
1. ο κατάλληλος να διαχωριστεί
2. αυτός που προκαλεί διάσταση ή διχόνοια
3. εκείνος που φέρει τιμητική διάκριση.
Greek Monotonic
διαστᾰτικός: -ή, -όν (δι-ίστημι), διαχωριστικός, αυτός που προκαλεί έριδα, διαφωνία, επαναστατικός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαστᾰτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς χωρισμόν, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Πλούτ. 2. 952Β. 2) ἐπίφέρων διχόνοιαν, διαφωνίαν, Πλούτ. Πομπ. 53. 3) ὁ φέρων διάκρισιν, διακεκριμένως ἐκφράζων τι, τινος Διογ. Λ. 4. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, χωρίς, χωριστά, διῃρημένως, Λατ. divisim· ἐν τῷ συγρ., Α. Β. 560.
Middle Liddell
διαστᾰτικός, ή, όν adj διίστημι
separative, causing discord, Plut.