ψευδοπροφήτης
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
ου, ὁ,
A false, lying prophet, J.AJ9.6.6, al., 2 Ep.Pet.2.1, Ph.2.343, etc.
German (Pape)
[Seite 1395] ὁ, falscher Prophet, Lügenprophet, Sp., wie Ev. Matth. 7, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοπροφήτης: -ου, ὁ, ψευδὴς ἢ ψευδόμενος προφήτης, Κλήμ. Ἀλ. 368, Ὠριγέν. τ. 3, σ. 781D, Ἱω. Δαμασκ. τ. 1, σ. 88D, κλπ.· θηλ. -ῆτις, ιδος, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 27. - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, τὸ ψευδοπροφητικὸν πνεῦμα αὐτόθι 5. 16, 5.
English (Strong)
from ψευδής and προφήτης; a spurious prophet, i.e. pretended foreteller or religious impostor: false prophet.