κατάλοιπος

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλοιπος Medium diacritics: κατάλοιπος Low diacritics: κατάλοιπος Capitals: ΚΑΤΑΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: katáloipos Transliteration B: kataloipos Transliteration C: kataloipos Beta Code: kata/loipos

English (LSJ)

ον,

   A left remaining, τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti.39e; ἐκ τοῦ κ. Arist.HA548b18, cf. Michel829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.Rh.1.120 S.; τοῦτο . . κατάλοιπόν [ἐστι] c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; ἡ κ. the other of two, Gal.7.314.

German (Pape)

[Seite 1361] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλοιπος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ὑπόλοιπος, Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. κατάλυπος= κατάλοιπος ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.

English (Strong)

from κατά and λοιποί; left down (behind), i.e remaining (plural the rest): residue.