χρηματοδότηση
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η, Ν χρηματοδοτώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ
2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» — το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια.