ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
-η, -ο, Ν
1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα
2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα»
ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].