ψάξιμο
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψάχνω, αναζήτηση
2. διερεύνηση («θέλει ψάξιμο η υπόθεση της δωροδοκίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έψαξα του ψάχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξ-ιμο)].