καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
[Seite 1399] = ψίω, ψιάζω, Gramm.
ψιαίνω: παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. του ρ. ψιάζω.